- κλήτευση
- ηπρόσκληση στο δικαστήριο διαδίκου ή μάρτυρα, κοινοποίηση δικαστικής απόφασης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλήτευση — η [κλητεύω] η πρόσκληση μάρτυρα ή διαδίκου στο δικαστήριο, κοινοποίηση δικαστικής κλήσης … Dictionary of Greek
πρόσκληση — η / πρόσκλησις, ήσεως, ΝΑ [προσκαλῶ] κλήτευση διαδίκου ή μάρτυρα στο δικαστήριο («καὶ μοὶ ἀνάγνωθι τὸν νόμον, καθ ὃν ἡ πρόσκλησις ἐστι παρὰ τοῡ ἔχοντος τὸν κλήρον», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. κλήση, κάλεσμα (α. «πρόσκληση σε χορό» β. «πρόσκληση σε… … Dictionary of Greek
υπόμνηση — η / ὑπόμνησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑπομιμνήσκω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπομιμνήσκω, υπενθύμιση μσν. (νομ.) πρόσκληση στο δικαστήριο, κλήτευση μσν. αρχ. εορτασμός επετείου αρχ. 1. αναφορά σε κάτι, μνεία 2. εξιστόρηση, αφήγηση («ἐς δάκρυα… … Dictionary of Greek
ψευδοκλητεία — και ψευδοκλητία, ἡ, Α [ψευδοκλητεύω] φρ. «ψευδοκλητείας γραφή» (αττ. δίκ.) αγωγή την οποία είχε δικαίωμα να εγείρει ο εναγόμενος εναντίον τού ενάγοντος και τών μαρτύρων του, τών κλητήρων, επειδή δεν έγινε καθόλου ή δεν έγινε κανονικά η κλήτευσή… … Dictionary of Greek